- λιγυάοιδος
- λιγυ-άοιδος, hell singend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιγυάοιδος — λιγυάοιδος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά ή καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ἀοιδός «τραγουδιστής»] … Dictionary of Greek
λιγυάοιδος — clear singing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek